Ἀλαλκομένη

Ἀλαλκομένη
Ἀλαλκομένευς
masc nom/voc/acc dual
Ἀλαλκομένευς
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αλαλκομένη — Ἀλαλκομένη και Ἀλαλκομενηὶς (Α) επίθ. τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. ἄλαλκε] …   Dictionary of Greek

  • Ἀλαλκομενῶν — Ἀλαλκομένη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • Αλαλκομεναί — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Μικρή πόλη της Βοιωτίας. Την έχτισε, σύμφωνα με την παράδοση, ο ήρωας Αλαλκομενεύς. Βρισκόταν ανάμεσα από στις πόλεις Αλίαρτο και Κορώνεια, νοτιοδυτικά της λίμνης Κωπαΐδας. Ήταν γνωστή από το ιερό Αλαλκομένειο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”